- ἀθηρόβρωτος
- ἀθηρόβρωτοςdevouring chaffmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αθηρόβρωτος — ἀθηρόβρωτος, ον (Α) 1. αυτός που κατατρώγει, που καταστρέφει τα γένια τού σταχυού 2. φρ. «ἀθηρόβρωτον ὄργανον», λιχνιστήρι (πρβλ. ἀθηρηλοιγός). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀθὴρ* + βρωτὸς < βιβρώσκω (= κατατρώγω)] … Dictionary of Greek
ἀθηρόβρωτον — ἀθηρόβρωτος devouring chaff masc/fem acc sg ἀθηρόβρωτος devouring chaff neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)